- βαθυπολεμος
- βαθυπόλεμοςβαθυ-πόλεμος2крайне воинственный
(Ἄρης Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἄρης Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βαθυπόλεμος — βαθυπόλεμος, ον (Α) (για τον Άρη) αυτός που ασχολείται διαρκώς με τον πόλεμο … Dictionary of Greek
βαθυπολέμου — βαθυπόλεμος plunged deep in war masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek